κόκαλος

From LSJ
Revision as of 14:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος)
νεοελλ.
1. κόκαλο
2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι
νεοελλ.-μσν.
ισχίο
αρχ.
1. το κουκούτσι του κουκουναριού
2. το κουκουνάρι
3. ο καρπός του φυτού δαφνοειδές το κνίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα -αλος (πρβλ. διδάσκ-αλος)].