λευκοδέρματος
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
English (LSJ)
ον, gloss on sq., Hsch.
German (Pape)
[Seite 33] weißhäutig, Hesych. Erkl. von λευκοδίφθερος.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοδέρμᾰτος: -ον, ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ δοράν, Ἡσύχ. ἐν λ. λευκοδίφθερος.
Greek Monolingual
λευκοδέρματος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -δέρματος (< δέρμα, -ατος), πρβλ. α-δέρματος, μελανο-δέρματος].