μενοινώ
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Greek Monolingual
μενοινῶ, -άω, επικ. τ. -ώω (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά κάτι, επιζητώ κάτι («νῦν σφάξαι μενοινᾷς», Ευρ.)
2. είμαι πρόθυμος για κάτι («πεζοὶ δὲ μενοίνεον, εἰ τελέουσιν», Ομ. Ιλ.)
3. σχεδιάζω ή διανοούμαι εναντίον κάποιου κάτι κακό («κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μένος «ορμή, μανία». Έχει υποστηριχθεί ωστόσο ότι το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ουσ. μενώ(ι) (< θ. μενοι-), πρβλ. ἠχώ, πειθώ. Το θ. μενοι-εμφανίζεται και στα ανθρωπωνύμια Μενοίτης, Μενοίτιος].