μηνιάτικος
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο μηνιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο
α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)
β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπρ-ιάτικος, λαμπρ-ιάτικος)].