μισθοκαρπία

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοκαρπία Medium diacritics: μισθοκαρπία Low diacritics: μισθοκαρπία Capitals: ΜΙΣΘΟΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: misthokarpía Transliteration B: misthokarpia Transliteration C: misthokarpia Beta Code: misqokarpi/a

English (LSJ)

ἡ, A leased usufruct, PLips.10 ii 9 (iii A. D.).

Greek Monolingual

μισθοκαρπία, ἡ (Α)
μισθωμένη επικαρπία πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -καρπία μέσω ενός αμάρτυρου μισθόκαρπος (πρβλ. κακο-καρπία)].