ψαρόνι

From LSJ
Revision as of 15:36, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας στουρνίδες, ιδίως του ευρέως διαδεδομένου είδους Sturnus vulgaris του γένους στούρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψάρος / ψάρ + υποκορ. κατάλ. -όνι (πρβλ. γλάρος: γλαρ-όνι)].