Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰόγληνος

From LSJ
Revision as of 16:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόγληνος Medium diacritics: ἰόγληνος Low diacritics: ιόγληνος Capitals: ΙΟΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: ióglēnos Transliteration B: ioglēnos Transliteration C: ioglinos Beta Code: i)o/glhnos

English (LSJ)

η, ον, A dark-eyed, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1255] mit veilchen-, d. i. dunkelfarbigem Augenstern, dunkeläugig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόγληνος: -η, -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μελανίζοντας ὀφθαλμούς, «ἰόγληναι (κῶδ. ἰογλῆναι)· μελαίνας γλήνας ἔχουσαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἰόγληνος, -ήνη, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»), πρβλ. μελί-γληνος, πολύ-γληνος].