θανατόεις
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
εσσα, εν, A deadly, ἁμαρτήματα S. Ant.1262 (lyr.); μόρος E.IA1288 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1186] εσσα, εν, = θανάσιμος; ἁμαρτήματα Soph. Ant. 1248; πόρος, der Todespfad, Eur. I. A. 1273.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτόεις: εσσα, εν, θανάσιμος, ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1262· μόρος Εὐρ. Ι. Α. 1289.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
c. θανάσιμος.
Étymologie: θάνατος.
Greek Monolingual
θανατόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυόεις, δρυόεις, ζακρυόεις)].
Greek Monotonic
θᾰνᾰτόεις: -εσσα, -εν, θανάσιμος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος
1) смертельный, причиняющий смерть (ἁμαρτήματα Soph.);
2) смертный, роковой (μόρος Eur.).
Middle Liddell
θᾰνᾰτόεις, εσσα, εν
deadly, Soph., Eur. [from θάνᾰτος]