ζευγολάτης
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Greek Monolingual
και ζευγηλάτης, ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς)
αυτός που οργώνει το χωράφι κατευθύνοντας ζευγάρι βοδιών ή αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγηλάτης, με επίδραση του -ο του ζεύγος και άλλων συνθ. Ο τ. ζευγηλάτης < ζεύγος + -ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. διφρηλάτης, ποδηλάτης].