ηφαίστειος

From LSJ
Revision as of 17:49, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α Ἡφαίστειος, -εία, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηφαίστειο, ο ηφαιστειακός («ηφαίστεια λάβα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ηφαίστειο
α) η επιφανειακή απόληξη ενός εκτεταμένου υπόγειου συστήματος μέσω του οποίου διοχετεύεται το μάγμα από τον χώρο δημιουργίας του στην επιφάνεια της γής
β) φρ. «είναι ηφαίστειο»
i. είναι θερμός, είναι φλογερός
ii. είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι έξω φρενών
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Ήφαιστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + επίθημα -ειος (πρβλ. ηράκλειος, λυκούργειος)].