κρυσταλλοφανής

From LSJ
Revision as of 18:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυσταλλοφᾰνής Medium diacritics: κρυσταλλοφανής Low diacritics: κρυσταλλοφανής Capitals: ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: krystallophanḗs Transliteration B: krystallophanēs Transliteration C: krystallofanis Beta Code: krustallofanh/s

English (LSJ)

ές, A of the look or transparency of crystal: κρυσταλλοφανῆ, τά, glass ware, Str.16.2.25.

German (Pape)

[Seite 1516] ές, von dem Scheine, der Durchsichtigkeit des Krystalls, Strab. XVI, 758.

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλοφᾰνής: -ές, φαινόμενος ἢ διαφανὴς ὡς κρύσταλλος· ― κρυσταλλοφανῆ, τά, σκεύη ὑάλινα, Στράβ. 758.

Greek Monolingual

-ές (Α κρυσταλλοφανής, -ές)
αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το κρύσταλλο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυσταλλοφανῆ
κρυστάλλινα ποτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. -φάν-ην, παθ. αόρ. του φαίνω), πρβλ. αληθοφανής, σοβαροφανής].