λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: ἰκτεριώδης | Medium diacritics: ἰκτεριώδης | Low diacritics: ικτεριώδης | Capitals: ΙΚΤΕΡΙΩΔΗΣ |
Transliteration A: ikteriṓdēs | Transliteration B: ikteriōdēs | Transliteration C: ikteriodis | Beta Code: i)kteriw/dhs |
ες,= ἰκτερικός, Hp.Aph.5.72, Dsc.3.1; and ἰκτερ-όεις, εσσα, ενA, χλόος Nic.Al. 475.
ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελώδης, ογκώδης)].