Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
Full diacritics: μισγοδία | Medium diacritics: μισγοδία | Low diacritics: μισγοδία | Capitals: ΜΙΣΓΟΔΙΑ |
Transliteration A: misgodía | Transliteration B: misgodia | Transliteration C: misgodia | Beta Code: misgodi/a |
A v. μιξοδία. μισγόλας· θόρυβος, Hsch. μισγόνομος γῆ, public pasture-land, Id. μίσγω, v. μείγνυμι; cf. προσμίσγω.
[Seite 189] ἡ, = μιξοδία, Hesych.
μισγοδία και μισγοδίη, ἡ (Α)
μιξοδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + -οδία (< -οδός < ὁδός), πρβλ. κακοδία, περιοδία].