δυσωρέομαι
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
(ὤρα) A keep painful watch, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Il.10.183; but Apollon.Lex. read δυσωρήσωσιν, cf. Hsch., EM292.49.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωρέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (ὦρος οὖρος,ὤρα)· -φυλάττω ἐπίπονον φυλακήν, δυσφυλακῶ, κακοπαθῶ ἐν τῷ φυλάττειν, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Ἰλ. Κ. 183· ἀλλ' ὁ Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἀνεγίνωσκε δυσωρήσωσιν (ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ), ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 298.
Spanish (DGE)
vigilar con dificultad, montar una guardia penosa ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ Il.10.183.
Greek Monotonic
δυσωρέομαι: μέλ. -ήσομαι (ὦρος = οὖρος, φύλακας, παρατηρητής), κρατώ επίπονη, κοπιαστική φρουρά, επιτηρώ με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσωρέομαι [δυσ-, οὖρος / ὦρος: wachter] met moeite, onrustig waken:. ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ zoals wanneer honden in de hof onrustig de wacht houden over de schapen Il. 10.183.