συμπεριπλέκω
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
in Pass., A embrace, ἐν ἀγάπαις Thd. Pr.7.18.
German (Pape)
[Seite 986] mit umflechten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπλέκω: πλέκω ὁλόγυρα μετά τινος, περικυκλῶ μετά τινος, Ἀκύλας ἐν Παροιμ. Η΄, 8. ― Παθ., συνουσιάζομαι μετά τινος, ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης Ἐπιφάν. τ. σ. 56Ε.
French (Bailly abrégé)
enlacer tout autour.
Étymologie: σύν, περιπλέκω.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριπλέκω: обвивать, охватывать, (Plut. - v.l. к συμπλέκω).