σάρος

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάρος Medium diacritics: σάρος Low diacritics: σάρος Capitals: ΣΑΡΟΣ
Transliteration A: sáros Transliteration B: saros Transliteration C: saros Beta Code: sa/ros

English (LSJ)

or σαρός, ὁ, a Babylonian A cycle of years (3600), Abyd.1, cf. Hsch. 2 Babylonian cycle of 222 months, Suid.

German (Pape)

[Seite 864] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν σάρον, Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας σάρον.

Greek (Liddell-Scott)

σάρος: ἢ σαρός, ὁ, Χαλδαϊκὸς κύκλος ἐτῶν (3600), Βηρωσ. παρὰ Συγκέλλῳ 30. 6, πρβλ. Σουΐδ., «ἀριθμός, τὶς παρὰ Βαβυλωνίοις» Ἡσύχ. (ἔνθα ἴδε Schmidl.)· ὡσαύτως, κύκλος 3600 ἡμερῶν, Σύγκελλ. 58. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
balai.
Étymologie: R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. σαίρω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σαρός και σαιρός Α
νεοελλ.
αστρον. περίοδος 18 ετών και 11, 3 περίπου ημερών, κατά το τέλος της οποίας η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη και η γραμμή τών δεσμών της επανέρχονται στις ίδιες σχετικές μεταξύ τους θέσεις και αποστάσεις και αρχίζει να επαναλαμβάνεται ο κύκλος τών ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων
αρχ.
1. χαλδαϊκός κύκλος 3.600 ετών
2. χαλδαϊκός κύκλος 222 μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακκαδ. shāru (πρβλ. αγγλ. saros)].

Russian (Dvoretsky)

σάρος: (ᾰ), v.l. σᾰρός ὁ σαίρω метла, веник Plut., Anth.