ἰπνοπλάθης
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
later for ἰπνοπλάθος.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, = Folgdm, Tim. lex. Plat.
Greek Monolingual
ἰπνοπλάθης, ο (Α)
ιπνοπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -πλάθης (αντί -πλάθος) < πλάσσω, τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].
Russian (Dvoretsky)
ἰπνοπλάθης: ου ὁ Plat. v.l. = ἰπνοπλάθος.