ἰσοκράτεια
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
[κρᾰ], ἡ,= ἰσοκρατία, A equilibrium, equivalence, Gal. Hist.Phil.126.
German (Pape)
[Seite 1264] ἡ, gleiche Macht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκράτεια: ἡ, διαφ. γραφ. ἀντὶ ἰσοκρατία.
Greek Monolingual
ἰσοκράτεια, ἡ (Α) ισοκρατής
διαφ. γρφ. αντί ισοκρατία.