γραμμίζω
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
prob. A f.l. for δια-, of a game (cf. γραμμή 111.1), Eust.633.63.
German (Pape)
[Seite 505] im Brett spielen, s. διαγραμμίζω.
Spanish (DGE)
[[jugar al διαγραμμισμός, e.e. las tablas o damas]] Suet.Lud.1.17, Eust.633.63.