σοφισματικός
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ή, όν, A sophistical, of a person, Gell.18.13 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 914] zum σόφισμα gehörig, Sp., bes. ὁ σ. = σοφιστής.
Greek (Liddell-Scott)
σοφισματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σοφίσματα, ἐπὶ προσώπου, Γέλλ. 18. 3.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σόφισμα, -ίσματος]
σοφιστικός.