ἀνθεμίς

From LSJ
Revision as of 17:03, 28 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεμίς Medium diacritics: ἀνθεμίς Low diacritics: ανθεμίς Capitals: ΑΝΘΕΜΙΣ
Transliteration A: anthemís Transliteration B: anthemis Transliteration C: anthemis Beta Code: a)nqemi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,
A = ἄνθος, J.AJ12.2.10,AP6.267 (Diotim.).
2 chamomile, Nic.Fr.74.37; ἀνθεμὶς λευκή = Matricaria chamomilla, wild chamomile, ἀνθεμὶς μελίνη = Anthemis tinctoria, dyer's chamomile, ibid.; ἀνθεμὶς πορφυρᾶ = Anthemis rosea, ibid., Dsc.3.137.
b = ἀνθυλλίς, Ps.-Dsc.3.136; = ἀργεμώνη, Id.2.177; = ἀμάρακον, Id.3.138:—also ἀνθεμίσιον, τό, Alex.Trall.9.1.
3 Ἀνθεμίς, old name of Samos.

German (Pape)

[Seite 231] ίδος, ἡ, die Blume, Diotim. 2 (VI, 267). Bei Diosc. u. A. eine Pflanze, Kamille.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεμίς: -ίδος, ἡ, = ἄνθος, Ἀνθ. Π. 6. 267. 2) εἶδος βοτάνης ὡς τὸ χαμαίμηλον, Διοσκ. 3. 144, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683Ε (Ἀποσπ. 2. 37): ― ὡσαύτως ἀνθεμίσιον (-ίδιον;), τό, «ὃ λέγεται καὶ χαμαίμηλον» Ἀλέξ. Τραλλ. 7. 20.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 fleur;
2 particul. camomille.
Étymologie: ἄνθος.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 flor περιεστέφετο δὲ τὰ χείλη ... ἀνθεμίσι I.AI 12.80, cf. AP 6.267 (Diotim.).
2 bot. manzanilla común, Matricaria chamomilla L., Nic.Fr.74.37, Dsc.3.137, Plin.HN 21.99, Ps.Apul.Herb.60.13
tb. llamada ἀ. λευκά, ἀ. μελίνα manzanilla de tintes, Anthemis tinctoria L., Dsc.3.137
ἀ. πορφυρᾶ manzanilla fina, Anthemis rosea Sibth., Dsc.3.137.
3 bot. otro n. de la ἀνθυλλίς Ps.Dsc.3.136, de la ἀργεμώνη Ps.Dsc.2.177, del ἀμάρακον Ps.Dsc.3.138, Hsch.

Greek Monolingual

η (ΑΝ) άνθεμον
ονομασία για πολλά ποώδη φυτά (οικ. Σύνθετα), αγριοχαμομήλι, μαργαρίτα
μσν.
αμάρακος, ματζουράνα
αρχ.
(γενικά) το άνθος.

Greek Monotonic

ἀνθεμίς: -ίδος, ἡ = ἄνθος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθεμίς: ίδος ἡ Anth. = ἄνθος I.

Middle Liddell

= ἄνθος, Anth.]