ληστής
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
ο (AM λῃστής, Α τ. ληϊστής, δωρ. τ. λᾳστής)
1. αυτός που αρπάζει ξένη περιουσία με τη βία, αυτός που διαπράττει ληστεία («πανοῦργον κλῶπα καὶ λῃστήν τινα», Ευρ.)
2. αυτός που ζει στα βουνά και κλέβει βίαια ή με απειλή όσους συναντά, καθώς και αυτός που κάνει απαγωγές ανθρώπων για να τους εξαναγκάσει να πληρώσουν λύτρα («λῃσταῖς περιέπεσεν οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον», ΚΔ)
3. άρπαγας, κλέφτης («λῃστὴς Κύπριδος», Λυκόφρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αισχροκερδής
2. ζωολ. γένος οδοντόγναθων ζυγόπτερων εντόμων της οικογένειας lestidae
μσν.
ατίθασος, ζωηρός
αρχ.
πειρατής, αυτός που διενεργεί πειρατικές επιδρομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-της < ληΐς,-ίδος (άλλος τ. του λεία) + επίθημα -της].