οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
το (Μ κοῦρσος και κρούσος και κοῦρσον, τὸ, και κοῦρσος, ὁ)
1. ληστρική επιδρομή, λεηλασία
2. πολεμική λεία, λάφυρο
μσν.
1. ληστρική συμμορία
2. αρπαγή
3. φρ. «βάνω κοῦρσος» — λεηλατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cursus].