τελεσσίγαμος

From LSJ
Revision as of 20:35, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεσσίγᾰμος Medium diacritics: τελεσσίγαμος Low diacritics: τελεσσίγαμος Capitals: ΤΕΛΕΣΣΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: telessígamos Transliteration B: telessigamos Transliteration C: telessigamos Beta Code: telessi/gamos

English (LSJ)

[ῐ], ον, Ep. for Τελεσίγαμος, A perfecting or consecrating a marriage, Nonn.D.48.232,693, al., Musae.279.

German (Pape)

[Seite 1085] poet. = τελεσίγαμος, die Hochzeit vollendend od. einweihend, Nonn. D. 8, 83.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσσίγᾰμος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσίγαμος, ὁ τελειώνων ἢ εὐλογῶν γάμον, Νόνν. Δ. 48. 232, 693. κλπ.

Greek Monolingual

και μτγν
επικ. τ. τελεσίγαμος, -ον, ΜΑ
(επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῦς», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + γάμος (πρβλ. νυκτί-γαμος), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].