Λιβυστικός

From LSJ
Revision as of 15:00, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λιβυστικός Medium diacritics: Λιβυστικός Low diacritics: Λιβυστικός Capitals: ΛΙΒΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: Libystikós Transliteration B: Libystikos Transliteration C: Livystikos Beta Code: *libustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, v. sub Λίβυς.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Libye ; τὸ Λιβυστικόν livêche, plante.
Étymologie: Λιβύη.

Greek Monolingual

Λιβυστικός, -ή, -όν (Α)
1. λιβυκός («ἐν τόποις Λιβυστικοῖς», Αισχύλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. είδος μη δηλητηριώδους φιδιού
3. το θηλ. ως ουσ. η μαύρη υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων, η λουτροφόρος
4. το ουδ. ως ουσ. είδος βοτάνου, η λιβυστιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λιβυστίς, -ίδος, κάτοικος της Λιβύης].

Russian (Dvoretsky)

Λῐβυστικός: ливийский Aesch., Eur.