ἀκεραύνωτος

From LSJ
Revision as of 12:24, 30 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκεραύνωτος Medium diacritics: ἀκεραύνωτος Low diacritics: ακεραύνωτος Capitals: ΑΚΕΡΑΥΝΩΤΟΣ
Transliteration A: akeraúnōtos Transliteration B: akeraunōtos Transliteration C: akeraynotos Beta Code: a)kerau/nwtos

English (LSJ)

ον, A not struck by lightning, Luc.J. Tr.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεραύνωτος: -ον, ὁ μὴ πληγεὶς ὑπὸ κεραυνοῦ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épargné par la foudre c. ἀκέραυνος.
Étymologie: ἀ, κεραυνόω.

Spanish (DGE)

-ον no fulminado por el rayo Luc.ITr.25.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκεραύνωτος, -ον) κεραυνῶ
όποιος δεν έχει χτυπηθεί από κεραυνό.

Greek Monotonic

ἀκεραύνωτος: -ον (κεραυνόω), αυτός που δεν έχει πληγεί από κεραυνό, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκεραύνωτος: не пораженный молнией (ἱερόσυλος Luc.).

Middle Liddell

κεραυνόω
not lightning-struck, Luc.