ἁβρόγοος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ον, wailing womanishly, A.Pers.541.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρόγοος: -ον, = θρηνῶν ὡς γυνή. Αἰσχύλ. Πέρσ. 541.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui gémit comme une femme.
Étymologie: ἁβρός, γόος.
Spanish (DGE)
-ον
de tierno llanto, de refinado llanto Περσίδες A.Pers.541, cf. ἁβροπενθής.
Greek Monotonic
ἁβρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με θηλυπρέπεια, δηλ. σαν γυναίκα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁβρόγοος: кротко жалующийся, жалобно рыдающий (Περσίδες Aesch.).
Middle Liddell
wailing womanishly, Aesch.