κίς
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
English (LSJ)
ὁ, gen. κιός, acc. κῖν, A weevil, κεῖνον [τὸν χρυσὸν] οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει Pi.Fr.222: acc. pl. κίας Thphr.CP4.15.4. [κῑς Hdn.Gr.2.925 (oxyt., Choerob.in Theod.1.383): gen. κῑός Hdn.Gr.2.674: acc. κῖν Choerob. l.c.]
German (Pape)
[Seite 1442] κιός, ὁ, nach Choerobosc. in B. A. 1232 accus. κῖν, Kornwurm; Theophr. u. Ammon.; Pind. frg. 243 u. Sappho. – Nach Hesych. auch Holzwurm. – Vgl. über die Quantität u. Accentuation Lob. Paralipp. 84 ff.
Greek (Liddell-Scott)
κίς: ὁ, γεν. κιός, αἰτ. κίν, σκώληξ τοῦ ξύλου ἢ τοῦ σίτου, λατ. curculio, κεῖνον τὸν χρυσὸν οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει Πινδ. Ἀποσπ. 243· πρβλ. Böckh εἰς Σχολ. Πινδ. σ. 368. ῑ κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ.· ὅθεν ὁ Λοβ. Παραλ. 84, ἑξ., προτιμᾷ τὸν τονισμὸν κῖς, κῖν, κῖες.
French (Bailly abrégé)
κιός;
acc. κῖν;
ver qui ronge le blé et le bois, insecte.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
English (Slater)
κίς
1 weevil κεῖνον (= χρυσὸν) οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2.
Greek Monotonic
κίς: ὁ, γεν. κιός, αιτ. κίν, σκουλήκι ξύλου ή καλαμποκιού, σιταρόψειρα, Λατ. curaulio, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κίς: κιός ὁ (acc. κῖν) хлебный жучок Sappho, Pind.