ἀφοίβαντος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, A uncleansed, unclean, A.Eu.237, Fr.148.
German (Pape)
[Seite 413] χείρ, ungereinigt, unrein, Aesch. Eum. 228
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοίβαντος: -ον, ὁ μὴ καθαρθείς, ἀκάθαρτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 237, Ἀποσπ. 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non purifié ; souillé.
Étymologie: ἀ, φοιβαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀφοίβατος A.Fr.148
impuro χείρ A.Eu.237, cf. l.c.
Greek Monolingual
ἀφοίβαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει καθαρθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φοιβαίνω (Η σύχ.) «λαμπρύνω, καθαρίζω»].
Greek Monotonic
ἀφοίβαντος: -ον (φοιβαίνω = φοιβάω), ακάθαρτος, μιαρός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφοίβαντος: культ. не очистившийся, греховный (χείρ Aesch.).
Middle Liddell
φοιβαίνω = φοιβάω
uncleansed, unclean, Aesch.