συνεξανύτω
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
v. συνεξανύω.
French (Bailly abrégé)
surpasser ou égaler à la course.
Étymologie: σύν, ἐξανύτω.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰνύτω: (νῠ)
1) вместе или одновременно совершать (sc. δρόμον) Plut.;
2) не отставать, не уступать (τινί Plut.).