Φοῖβος
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Phœbos, litt. « le brillant », surn. d’Apollon.
Étymologie: φοῖβος.
English (Autenrieth)
Phoebus, epithet of Apollo, probably as god of light, with or without Ἀπόλλων.
English (Slater)
Φοῑβος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -ε)
1 bright one epith. of Apollo. Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός (O. 6.49) ἀργυρέῳ τόξῳ πολεμίζων Φοῖβος (O. 9.33) Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (P. 1.39) ἀκερσεκόμᾳ Φοίβῳ (P. 3.14) “τὸν μὲν πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι Φοῖβος ἀμνάσει” (P. 4.54) χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν (P. 5.104) “Φοῖβε” (P. 9.40) (Πύθια) ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις (N. 9.9) τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων (I. 1.7)
Russian (Dvoretsky)
Φοῖβος: ὁ Феб, «Лучезарный» (эпитет Аполлона) Hom., Aesch. etc.