εὐανθέω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
A to be flowery or blooming, Luc. VH2.6(dub.): metaph., to be overgrown, hypertrophied, Hp.Nat.Mul. 8 (ἐκθέωσι Littré fr. Erot.), v.l. in Mul.2.135; but later, to be flourishing, prosperous, BGU1080.24 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐανθέω: εἶμαι πλήρης ἀνθέων, ἀνθῶ, θάλλω, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 6: μεταφ., ὑπεραυξάνομαι, Ἱππ. 565. 42., 653. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir de belles fleurs, être fleuri.
Étymologie: εὐανθής.
Greek Monotonic
εὐανθέω: λουλουδιάζω ή ανθίζω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐανθέω: быть в цвету, цвести (προϊόντες διὰ λειμῶνος εὐανθοῦντος - v.l. εὐανθοῦς Luc.).