μεθέορτος

From LSJ
Revision as of 11:27, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθέορτος Medium diacritics: μεθέορτος Low diacritics: μεθέορτος Capitals: ΜΕΘΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: methéortos Transliteration B: metheortos Transliteration C: metheortos Beta Code: meqe/ortos

English (LSJ)

ον, (ἑορτή) A after the feast, μεθέορτοι ἡμέραι, ἡ μ. (sc. ἡμέρα), the morrow of it, Antipho Soph.95, Plu.2.1095a; τὰ μ. AB 279.

German (Pape)

[Seite 111] ἡμέρα, ἡ, der Tag nach dem Feste, Antipho bei Poll. 1, 34; Plut. non posse 12.

Greek (Liddell-Scott)

μεθέορτος: -ον, (ἑορτὴ) μεθέορτοι ἡμέραι, αἱ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέραι, Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 34· ἡ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέρα, Πλούτ. 2. 1095Α· οὕτω, τὰ μεθέορτα, τὰ μετὰ τὴν ἑορτήν, Α. Β. 279, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient après la fête.
Étymologie: μετά, ἑορτή.

Greek Monolingual

μεθέορτος, -ον (ΑM)
1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα
τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἑορτή (πρβλ. φιλ-έορτος)].

Russian (Dvoretsky)

μεθέορτος: наступающий после праздника, послепраздничный (ἡμέρα Plut.).