μυλωθρικός

From LSJ
Revision as of 11:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλωθρικός Medium diacritics: μυλωθρικός Low diacritics: μυλωθρικός Capitals: ΜΥΛΩΘΡΙΚΟΣ
Transliteration A: mylōthrikós Transliteration B: mylōthrikos Transliteration C: mylothrikos Beta Code: mulwqriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for a miller, σκεύη Plu.2.159c. II -κόν, τό, tax on milling, IG2.860.

German (Pape)

[Seite 217] den Müller betreffend, σκεύη, Mühlgeräthschaften, Plut. sept. sap. conv. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλωθρικός: -ή, -όν, κατάλληλος διὰ μυλωθρὸν ἢ διὰ μύλον, Πλούτ. 2. 159D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de meule ou de moulin.
Étymologie: μυλωθρός.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α μυλωθρικός, -ή, -όν) μυλωθρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυλωθρό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλωθρικόν
φόρος για το άλεσμα.

Russian (Dvoretsky)

μῠλωθρικός: мельничный, мукомольный (σκευή Plut.).