μακρόκεντρος

From LSJ
Revision as of 11:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόκεντρος Medium diacritics: μακρόκεντρος Low diacritics: μακρόκεντρος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: makrókentros Transliteration B: makrokentros Transliteration C: makrokentros Beta Code: makro/kentros

English (LSJ)

ον, A with long sting, Arist.HA532a17. 2 of figs, with long pedicle, Jul.Ep.180.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόκεντρος: ὁ ἔχων μακρὸν κέντρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόκεντρος, -ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας braconidae
αρχ.
1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῦτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.)
2. (για καρπούς, φύλλα) αυτός που έχει μακρύ μίσχο, μακρύ κοτσάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κεντρος (< κέντρον), πρβλ. ομό-κεντρος. Ο επιστημονικός όοος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrocentrus].

Russian (Dvoretsky)

μακρόκεντρος: имеющий длинное жало, с длинным жалом (τὰ ἔντομα Arst.).