κωνοειδής
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ές, A conical, σχῆμα Archim.Con.Sph.Praef., al., Ph.Bel. 86.51; of the creative fire, Cleanth.Stoic.1.111; of the apex of the Roman flamen, D.H.2.70; σκιά Cleom.2.2, etc.; σκίασμα D.C.60.26; τὸ κ. conoid, Archim.Con.Sph.Praef., etc. Adv. -δῶς Placit.4.15.3, Cleom.2.2, Phlp.in de An.140.34. II metaph., concise, pointed, ἑρμηνεία συνεστραμμένη καὶ οἷον εἰπεῖν κ. Corn.Rh.p.387 H. III neut. -ειδές, τό, = κωνάριον 11, Gal.2.723 (but κ. μόριον odontoid process of the second vertebra, 2.461).
German (Pape)
[Seite 1546] ές, kegelförmig; Plut. de plac. phil. 2, 14; D. L. 7, 144; D. Cass. 60, 26 u. a. Sp. – Adv., Plut. de plac. phil. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
κωνοειδής: -ές, κωνικός, σκίασμα Δίων Κ. 60. 26· σκιὰ Διογ. Λ. 7. 144· τὸ κ., ὅμοιον κώνῳ, Ἀρχιμήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Πλούτ. 2. 901Ε, Διογ. Λ. 7. 157.
Greek Monolingual
-ές (Α κωνοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κώνου, κωνικός («τῆς γῆς σκίασμα κωνοειδές», Διόδ.)
αρχ.
1. σύντομος, περιεκτικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κωνοειδές
το κωναριο(ν), η επίφυση του εγκεφάλου.
επίρρ...
κωνοειδῶς (Α)
με σχήμα κώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
κωνοειδής: имеющий коническую форму, конический (πῦρ Plut.; σκιά Diog. L.).