ἀρτιμαθής

From LSJ
Revision as of 14:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιμᾰθής Medium diacritics: ἀρτιμαθής Low diacritics: αρτιμαθής Capitals: ΑΡΤΙΜΑΘΗΣ
Transliteration A: artimathḗs Transliteration B: artimathēs Transliteration C: artimathis Beta Code: a)rtimaqh/s

English (LSJ)

ές, A having just learnt, κακῶν E.Hec.687; λογικῆς θεωρίας Gal.11.466: abs., beginner, Sor.1.4, cf. Longus 3.20.

German (Pape)

[Seite 362] ές, der eben erst gelernt, erfahren hat, κακῶν Eur. Hec. 686; Longin.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιμᾰθής: -ές, ὁ ἄρτι μαθών τι, ἀρτιμαθὴς κακῶν Εὐρ. Ἐκ. 687· ἀπολ., Λόγγ. 3. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui vient d’apprendre, gén..
Étymologie: ἄρτι, μανθάνω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐμᾰθής) -ές
1 recién aprendido νόμος E.Hec.687, σελίδες SEG 28.541.16 (Macedonia, heleníst.).
2 de pers. principiante A.D.Synt.29.4, cf. Longus 3.20, Sor.5.6
c. gen. λογικῆς θεωρίας Gal.11.466
poco instruido Didym.Gen.246.5.

Greek Monolingual

ἀρτιμαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έμαθε κάτι πριν λίγο
2. ο πρωτάρης, αυτός που μαθαίνει κάτι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μαθής < μανθάνω.

Greek Monotonic

ἀρτιμᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που μόλις έχει μάθει κάτι, με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιμᾰθής: недавно узнавший (κακῶν ἔκ τινος Eur.).

Middle Liddell

μαθεῖν
having just learnt a thing, c. gen., Eur.