παραφράζω

From LSJ
Revision as of 16:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφράζω Medium diacritics: παραφράζω Low diacritics: παραφράζω Capitals: ΠΑΡΑΦΡΑΖΩ
Transliteration A: paraphrázō Transliteration B: paraphrazō Transliteration C: parafrazo Beta Code: parafra/zw

English (LSJ)

A say the same thing in other words, paraphrase, ἐνθύμημα μεταφράζειν καὶ π. Ph.2.140; γνώμην Hermog.Prog.4, cf. Gal. 15.467; βιβλίον ὅλον Eust.1406.19 : abs., τὸ π. Hermog.Meth.24, cf. Gal.5.678; ἐξ Ὁμήρου π. Eust.239.23.

German (Pape)

[Seite 507] (s. φράζω), neben Einem reden; zu der Rede eines Andern Etwas hinzufügen, sie erweitern, um sie zu erklären, umschreiben, Eust.; auch nachahmen, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 3, 158.

Greek (Liddell-Scott)

παραφράζω: λέγω τὸ αὐτὸ πρᾶγμα μὲ ἄλλας λέξεις, Εὐστ. 239. 23., 1406. 19, κτλ.· πρβλ. παραγράφω Ι. 2.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. εκφράζω, διατυπώνω το ίδιο πράγμα με άλλες λέξεις
2. μεταφράζω ελεύθερα, αποδίδω τα νοήματα ελεύθερα
μσν.
μιμούμαι («ἐξ Ὁμήρου παραφράσας Εὐριπίδης», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + φράζω «λέω, διηγούμαι»].