περιοδευτικός

From LSJ
Revision as of 10:25, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδευτικός Medium diacritics: περιοδευτικός Low diacritics: περιοδευτικός Capitals: ΠΕΡΙΟΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periodeutikós Transliteration B: periodeutikos Transliteration C: periodeftikos Beta Code: periodeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of a περιοδευτής: -κά, τά, inspector's report, PLips.105.16 (i/ii A. D.). 2 of medical treatment, systematic, Dsc.Ther.Praef. (dub.). 3 making a systematic study of, μαθημάτων Ptol.Tetr.57. 4 = περιοδικός 11, χρόνοι Placit.2.4.13.

German (Pape)

[Seite 584] ή, όν, zum Herumgehen gehörig, geneigt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδευτικός: -ή, -όν, ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, συστηματικός, Διοσκ. 7 ἐν τῷ Προοιμ. ΙΙ. ὁ ἱκανὸς νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, τινος Πτολεμ. Τετράβ. 57, 16.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιοδευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιοδεύω
1. ο σχετικός με την περιοδεία ή με αυτόν που περιοδεύει
αρχ.
1. ο ικανός να περιλάβει σύνολο γνώσεων και παρατηρήσεων («ψυχικὰς κινήσεις τῶν ἰδίως καλουμένων μαθημάτων περιοδευτικάς», Πτολεμ.)
2. (για ιατρ. θεραπεία) συστηματικός
3. αυτός που επανέρχεται κατά περιόδους
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιοδευτικά
η έκθεση με τις παρατηρήσεις επόπτη που περιοδεύει.