περιοδευτής
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
περιοδευτοῦ, ὁ,
A traveller, Eust.1382.59.
II medical practitioner, Gal.12.844, Steph. in Hp.2.457D.
III visitor of an ecclesiastical foundation, Cod.Just.1.3.38.2, 1.3.41.19.
German (Pape)
[Seite 584] ὁ, der Herumreisende, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
περιοδευτής: -οῦ, ὁ, ὁ περιοδεύων, περιηγητής, ἀνθρώπου πολυπλάνου καὶ περιοδευτοῦ Εὐστ. 1382. 60. ΙΙ. ἰατρός, τίς ἐστιν ὁ τῶν ἐμῶν ὀφθαλμῶν περιοδευτής; Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 690. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ ἀποστελλόμενος ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου ἔξαρχος εἰς χωρία καὶ κώμας ὅπως περιοδεύων ἐπιτηρῇ καὶ διδάσκῃ τοὺς πιστούς, Κανὼν 57 τῆς ἐν Λαοδ. Συνόδ., Βαλσαμὼν 849, ἴδε καὶ Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ περιοδεύω
1. αυτός που περιοδεύει, που πηγαίνει από τόπο σε τόπο, περιηγητής
2. γιατρός που περιοδεύει από πόλη σε πόλη για να εξετάζει ασθενείς ή να διδάσκει την ιατρική
3. εκκλ. α) ο κήρυκας του Ευαγγελίου
β) (στο παρελθόν) εκπρόσωπος επισκόπου που περιόδευε τις ενορίες της επισκοπής για την αντιμετώπιση διαφόρων θεμάτων, αξίωμα που αντιστοιχούσε με το αξίωμα του εξάρχου.