ἀπένθητος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, = ἀπενθής (free from grief), A. Ag. 895, Eu. 912. Pass., unlamented, LXX 2 Ma. 5.10, Epigr.Gr. 436 (Berytus).
German (Pape)
[Seite 286] 1) nicht betrauert. Sp. – 2) nicht trauernd, φρήν Aesch. Ag. 869; Eum. 900; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπένθητος: -ον, = τῷ προηγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 895, Εὐμ. 912. 2) παθ. ὁ μὴ θρηνηθείς, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄, ε΄, 10), Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 436.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne s'afflige pas.
Étymologie: ἀ, πενθέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no sufre, libre de dolor ἀπενθήτῳ φρενί A.A.895, γένος A.Eu.912, ἀπενθή[τους] ... τὰς τοῦ βίου διορθωσίας Philipp.Perg.1, πρόσωπον Nonn.D.46.269, Διώνυσος Nonn.D.21.194, cf. B.Fr.65(a).5
•que nunca ha sufrido τριῶν ἀπενθήτων ὀνόματα Iul.Ep.201.413b.
2 no llorado, no lamentado ὁ πλῆθος ἀτάφων ἐκρίψας ἀπένθητος ἐγενήθη LXX 2Ma.5.10, τέκνα ἀ. GVI 1412 (Berito II/III d.C.), γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισιν prov. ref. a los que mueren de viejos, Zen.2.97, Diogenian.1.4.11.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπένθητος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν πένθησαν, δεν θρήνησαν
αρχ.
ο απενθής.
Greek Monotonic
ἀπένθητος: -ον (πενθέω), = το προηγ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπένθητος: Aesch. = ἀπενθής.