εἰκαστής
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who conjectures, diviner, τῶν μελλόντων Th.1.138, cf. J.AJ18.9.2. II one who portrays, represents, ἀληθείας D.H.Isoc.11, cf. Lys.19.
German (Pape)
[Seite 726] ὁ, der Etwas vermuthet, Errather, τῶν μελλόντων Thuc. 1, 138.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, μαντεύων, προλέγων, τῶν μελλόντων Θουκ. 1. 138, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui conjecture, gén..
Étymologie: εἰκάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 que hace conjeturas sobre el porvenir, c. gen. obj. τῶν μελλόντων ... ἄριστος εἰ. Th.1.138, cf. I.AI 18.321, Gr.Naz.M.36.268C.
2 que representa c. gen. obj. τῆς ἀληθείας ... εἰ. de Lisias, D.H.Isoc.11.5, cf. Lys.19.2.
Greek Monolingual
εἰκαστής, ο (Α) εικάζω
1. αυτός που μαντεύει
2. αυτός που απεικονίζει ή παριστάνει
3. ζωγράφος.
Greek Monotonic
εἰκαστής: -οῦ, ὁ, (εἰκάζω), αυτός που υποθέτει, μάντης, προφήτης, τῶν μελλόντων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαστής: οῦ ὁ высказывающий предположение (τῶν μελλόντων ἄριστος εἰ. Thuc.).
Middle Liddell
εἰκαστής, οῦ, εἰκάζω
one who conjectures, a diviner, τῶν μελλόντων Thuc.