γραολογία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, A old wife's talk, gossip, γραμματικὴ γ. S.E.M.1.141: pl., Porph. Chr.34.
German (Pape)
[Seite 505] ἡ, Altweibergeschwätz, Sext. Emp. adv. gramm. 141.
Greek (Liddell-Scott)
γρᾱολογία: ἡ, λόγος, ὀμιλία γραίας, φλυαρία, Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 141.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
comadrería γραμματικῆς γραολογίας πλῆρες S.E.M.1.141, plu. Porph.Chr.34.
Greek Monolingual
η (AM γραολογία)
γεροντική φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + -λογία.
Russian (Dvoretsky)
γρᾱολογία: ἡ старушечья болтовня Sext.