σεβασμός
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
ὁ, = σέβασις, OGI 383.80 (Commagene, i BC), cf. DS. 1.83; σεβασμὸν ἀποδοῦναι Aristeas 179; τὸν περὶ τῶν θεῶν σ. Placit. 1.6.9, cf. SIG 867.36 (ii AD); περὶ τοὺς βασιλέας Str. 11.13.9; σ. τοῦ σοφοῦ Epicur. Sent.Vat. 32; τὸν σ. τοῦ λόγου M.Ant 4.16; ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή of majesty, DH. 6.81; pl., Orph. H. 17.8 bis, DH. 2.75.
ritual, Gal. 12.173.
German (Pape)
[Seite 867] ὁ, = σέβασις; D. Hal. 6, 81, oft; auch θεῶν, Plut. plac. phil. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σεβασμός: ὁ, = σέβασις, ὡς καὶ νῦν, θεῶν Πλούτ. 2. 879F, Κλήμ. Ἀλ. 42· ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή, πλήρης μεγαλείου, Διον. Ἁλ. 6. 81· ἐν τῷ πληθ., Ὀρφ. Ὕμν. 17. 18, ἴδε Διον. Ἁλ. 2. 75.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. σέβασις.
Étymologie: σεβάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σεβάζομαι
το να σέβεται κανείς κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, σέβας (α. «σεβασμός προς τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. τήρηση (α. «σεβασμός τών συμφωνιών» β. «σεβασμός της εκεχειρίας»)
2. φρ. «τρέφω σεβασμό για κάποιον» — σέβομαι κάποιον, τον έχω σε υπόληψη («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. το αντικείμενο του σεβασμού
2. ιεροτελεστία, λατρευτικό τυπικό.