παρεισπέμπω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
let in, J.BJ5.3.1, Plu.2.760b.
German (Pape)
[Seite 512] daneben od. heimlich hineinschicken, hineinlassen; Ios.; Plut. amat. 16.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισπέμπω: εἰσπέμπω κρυφίως, Πλούτ. 2. 760Β, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
envoyer secrètement.
Étymologie: παρά, εἰσπέμπω.
Greek Monolingual
Α εισπέμπω
εισπέμπω, στέλνω κάτι κρυφά ή δόλια.
Russian (Dvoretsky)
παρεισπέμπω: тайно посылать (τινά Plut.).