προδιασπείρω
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
disseminate beforehand, λόγον Arist.Ath.14.4.
Greek Monolingual
Α
διαδίδω κάτι προηγουμένως («προδιασπείρας γὰρ λόγον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διασπείρω «διαδίδω, κοινολογώ»].