πρόσφυμα
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ατος, τό, excrescence, of expletives, Demetr.Eloc.55 (pl.).
German (Pape)
[Seite 787] τό, das Angewachsene, der Anhang, Demetr. Phal. 55.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφῡμα: τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις χρηστέον, οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ οἷον προσφύμασιν..., ἀλλά…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΑ προσφύω
νεοελλ.
γλωσσ. μόρφημα που προστίθεται στη θεματική ρίζα, δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό στοιχείο, και συμβάλλει στην κλίση ή στην παραγωγή μιας λέξης
αρχ.
καθετί που προσφύεται.