σκαλαθυρμάτιον

From LSJ
Revision as of 18:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλᾰθυρμάτιον Medium diacritics: σκαλαθυρμάτιον Low diacritics: σκαλαθυρμάτιον Capitals: ΣΚΑΛΑΘΥΡΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: skalathyrmátion Transliteration B: skalathyrmation Transliteration C: skalathyrmation Beta Code: skalaqurma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκαλάθυρμα (cited in Hsch. and Phot.), trifling subtlety or technicality, petty quibble, Ar.Nu.630.

German (Pape)

[Seite 888] τό, dim. von σκαλάθυρμα, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse, Ar. Nubb. 620, wo der Schol. auch eine Anspielung auf ἄθυρμα darin findet.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλᾰθυρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), λεπτολόγος εὐφυΐα ἢ τέχνη, μικρὰ σοφιστικὴ παιδιά, μικρολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 630.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκαλάθυρμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκαλάθυρμα, -ύρματος]]
(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰλᾰθυρμάτιον: (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «штучка» Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαλαθυρμάτιον -ου, τό [σκαλαθύρω] plur. oppervlakkigheden. Aristoph. Nub. 630.

Middle Liddell

[Dim. of σκᾰλάθυρμα]
a petty quibble, Ar.