σχιδανόπους
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
= σχιζόπους (q.v.), Arist.Frr.345,al.
German (Pape)
[Seite 1056] ὁ, ἡ, = σχιζόπους, Ath. IX, 397 b aus Arist.
Greek (Liddell-Scott)
σχῐδᾰνόπους: ὁ, ἡ, = σχιζόπους, Ἀριστ. Ἀποσπ. 269, 270, 272. 274, 275.
Greek Monolingual
-ουν, Α
σχιζόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο σχιδανός (< θ. σχιδ- του σχίζω, πρβλ. πιθανός) + πούς, ποδός «πόδι»].
Russian (Dvoretsky)
σχῐδᾰνόπους: 2, gen. ποδος Arst. = σχιζόπους.