φυσιογνωμία

From LSJ
Revision as of 19:57, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιογνωμία Medium diacritics: φυσιογνωμία Low diacritics: φυσιογνωμία Capitals: ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ
Transliteration A: physiognōmía Transliteration B: physiognōmia Transliteration C: fysiognomia Beta Code: fusiognwmi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, perhaps = φυσιολογία, cited from Hippocrates by [Gal.]19.530.

German (Pape)

[Seite 1318] ἡ, seltnere Form statt φυσιογνωμονία, Lob. Phryn. 383.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνολο χαρακτηριστικών του προσώπου που έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εκφράζουν την προσωπικότητα, την ψυχική διάθεση
2. οικολ. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή η γενική εμφάνιση και η δομή μιας φυτοκοινωνίας ή της βλάστησης μιας περιοχής
3. μτφ. εξέχουσα, ιδιάζουσα προσωπικότητα («πρόκειται για επιστημονική φυσιογνωμία»)
αρχ.
1. εσφ. γρφ. του τ. φυσιογνωμονία
2. πιθ. εξέταση τών φυσικών αιτίων και φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώμη + κατάλ. -ία. Ο τ. φυσιογνωμία, καθώς και οι τ. φυσιογνωμικός και φυσιογνωμῶ, είναι εσφ. αντί τών ορθών φυσιογνωμονία, φυσιογνωμονικός και φυσιογνωμονῶ].